- παραφεύγω
- παρα - φεύγω, aor. inf. παρφυγέειν: flee past, slip by, Od. 12.99†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
παραφεύγω — και παρφεύγω Α διαφεύγω περνώντας κοντά και μπροστά από κάποιον, ξεφεύγω … Dictionary of Greek
παραφυγόντα — παραφεύγω flee past aor part act neut nom/voc/acc pl παραφεύγω flee past aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφεύγειν — παραφεύγω flee past pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφυγεῖν — παραφεύγω flee past aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφυγών — παραφεύγω flee past aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρφυγέειν — παραφεύγω flee past aor inf act (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέφυγεν — παραφεύγω flee past aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek